ξενιτεμένος

ξενιτεμένος
η , ο живущий на чужбине, за границей; эмигрировавший

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξενιτεμένος" в других словарях:

  • ξενιτεύομαι — ξενιτεύτηκα, ξενιτεμένος 1. πηγαίνω, φεύγω στην ξενιτιά, σε ξένη χώρα, αποδημώ. 2. η μτχ., ξενιτεμένος αυτός που ζει σε ξένη χώρα: Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ χω τον καημό σου (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόδημος — η, ο (Α ἀπόδημος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του, ο ξενιτεμένος 2. φρ. «ο απόδημος ελληνισμός». [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + δήμος «εδαφική περιοχή, συνήθως για να δηλώσει τον τόπο καταγωγής κάποιου»] …   Dictionary of Greek

  • μισεμένος — η, ο (Μ μισεμένος και μισσεμένος και μισευμένος) [μισεύω] (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του, αυτός που έχει φύγει από την πατρίδα του και είναι εγκατεστημένος ή κατοικεί επί πολύ χρόνο σε ξένη χώρα, ο… …   Dictionary of Greek

  • υπερόριος — α, ο / ὑπερόριος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, και ποιητ. ιων. τ. ὑπερούριος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή τελείται πέρα από τα όρια ενός κράτους 2. το θηλ. ως ουσ. η υπερορία α) η πέρα από τα όρια ενός κράτους χώρα, η ξενιτιά (α. «έζησε χρόνια… …   Dictionary of Greek

  • φιλέκδημος — ον, Α φιλαπόδημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἔκδημος «απόδημος, ξενιτεμένος»] …   Dictionary of Greek

  • φιλαπόδημος — η, ο / φιλαπόδημος, ον, ΝΑ αυτός που τού αρέσει να αποδημεί, να ξενιτεύεται αρχ. αυτός που τού αρέσει να ταξιδεύει, ταξιδιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀπόδημος «ξενιτεμένος»] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • ξενιτεύομαι — ξενιτεύομαι, ξενιτεύτηκα, ξενιτεμένος βλ. πίν. 18 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απόδημος — η, ο αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα, ο ξενιτεμένος: Οι απόδημοι Έλληνες της Αυστραλίας ζητούν δασκάλους από την πατρίδα για τα παιδιά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»